Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Το σαλόνι


Ολη μου τη ζωή, από τότε που ξεκίνησα το ταξίδι μου μακρυά από το οικογενειακό μου ασφαλές νησάκι ή τουλάχιστον τα περισσότερα χρόνια, έρχεται μαζί μου ένα σαλόνι.
Με ακολουθήσε χωρίς να βαρυγκομάει, που το πάω πάνω κάτω σε εθνικές οδούς, σε μικρά ή μεγαλύτερα σπίτια, που του άλλαξα το στύλ και αντιστέκεται στη φθορά όσο εγώ αντιστρόφως ανάλογα μεγάλωνω και φυσιολογικά φθείρομαι.

Χτες, κάποια στιγμή είπα ότι είναι καιρός να πάρω ένα πιο μοντέρνο γωνιακό καναπέ, που να ταιριάζει στο μικρό πια νοικιάρικο σπίτι μου και ξαφνικά αισθάνθηκα μια οικειότητα και μια αίσθηση απώλειας ενός αγαπημένου αντικειμένου ή συντρόφου, για το σαλόνι μου αυτό.

Ηταν δώρο της γιαγιάς μου, που τώρα κάπου με τις φίλες θα συνεχίζει να παίζει ποκούλα όπως έλεγε, να καπνίζει Παπαστράτο (4 περίπου πακέτα την ημέρα), να φοράει 10ποντα και παραπάνω, όπως φορούσε μεχρι σχεδόν τα 92 της, με τις μακριές γούνες της, τα φίνα κοσμήματα της, μια γυναίκα επαναστάτρια της εποχής της και μιλάμε πίσω στο Πρώτο Παγκόσμιο.

Η γιαγιά αυτή λοιπόν με το δική της στυλιστική άποψη μου έκανε δώρο τότε στα 198....πόσο
ένα σαλόνι από γαλάζιο τσινς έτσι λεγόταν τότε ύφασμα λίγο γυαλιστερό με πινελιές σκουρότερου μπλέ. Αγαπούσα τόσο τη θάλασσα και το μπλέ που όταν προτοκάθησα επάνω του νόμιζα ότι είμαι σε μια θάλασσα μέσα. Και ήμουν σε μια θάλασσα γεμάτη ορμητικά συναισθήματα, γεμάτη αυτοπεποίθηση ότι ο κόσμος εκεί έξω περίμενε εμένα, εμάς να το κατακτήσουμε, να το φέρουμε στα μέτρα μας.

Η κοπέλλα εκείνη θυμάμαι ακόμη φορούσε μαύρο κοντό ημίπαλτο με μεγάλες βάτες (καημένη Δυναστεία) μπροκάρ, σφιγμένο στη μέση με μια αλά Μαντόνα ζώνη που ξεκίναγε από τη μέση πίσω και περιστρεφόταν κάτω στους γόφους γύριζε πίσω ψηλά κάπου χανόταν μέσα στο ημίπαλτο και ξεπρόβαλε πάλι μπροστά, κλείνοντας με κρίκους, ένας γόρδιος δεσμός, αρκετά μπερδεμένη όπως και εμείς και η ζωή που ζούσαμε.

Αυτή που ακροβατούσε στο καθωπρεπισμό σπουδών σε ένα Κολλέγιο, στις καταβολές της καλής αστικής κοινωνίας επαρχιακής πόλης με γαλλικά πιάνο και Αρσάκειο και 19 2/12 και μετά working 9 -5, που μεταμορφώνονταν σε ατελείωτες νύχτες χορού, glitter, ελαφριών αλλά έντονου χρωματισμού ποτών σε αμφιφυλικά θρυλικά μαγαζιά με απενοχοποιημένες αμαρτίες, ατελείωτη πασαρέλα ενός θεάτρου παραλόγου όπου όλα επιτρέπονταν και η απόλαυση της στιγμής αποζημιώνε για επιλογές που ακολουθούσαν αυτό που ο Freddie τραγουδούσε who wants to live for ever.

Ετσι με το μαλλί Ντουράν Ντουράν και το μυαλό σε μόνιμη φραπεδιέρα κάπου εκεί άρχισα να συζώ με το σαλόνι μου. Το τριθέσιο καναπέ και το διθέσιο με το ανοιγόμενο ημίδιπλο κρεβάτι (αμαρτωλών συνευρέσεων διαφόρων συνδιασμών φίλων και φύλων) καθώς ήμουν η τυχερή τότε που έμενα μόνη μου, από όλη τη παρέα.

Και η ζωή προχώρησε στο σαλόνι αυτό με το τσίνς ύφασμα να γλυστράει ελαφρά, όταν καθόσουν, σαν να ήθελε να σου θυμήσει ότι έτσι γλυστράει και η ζωή και τίποτα δεν μένει σταθερό και τα χρόνια μαζί που περνούν και εσύ να κάθεσαι στο σαλόνι, κάποτε να μην σου φτάνει και οι φίλοι να σκορπίζονται κάτω, και να σκέφτεσαι ότι έχεις μικρό σαλόνι μέχρι να καταλήξεις στο να κάθεσαι μόνος στο σαλόνι 30..... πόσα χρόνια μετά και να λες πόσο μεγάλο είναι πια αυτό το σαλόνι, μάλλον θα χρειαστεί πιά μικρότερο που να μοιάζει με τη ζωή μου.

Κάπου στη πορεία, όπως και εγώ αυτό το σαλόνι από τολμηρό, νεανικό, γαλάζιο και μάλιστα αφού αποδήμησε η γιαγιά, με ακολούθησε και στο πείραμα έγγαμου βίου και μπήκε σε τρίτη μοίρα στο υπόγειο, όπως και η κοπέλλα που είχε ζήσει μαζί του. Το τσινς καλύφτηκε με ένα καθως πρέπει πράσινο - μουχλί - βελούδινης υφής ύφάσμα που δεν γλυστρούσε πια αλλά έδινε μια ψεύτικη αίσθηση σταθερότητας, αυτή την αίσθηση που σε ναρκώνει και νομίζεις ότι το να μην περιμένεις πια τίποτα σημαίνει ότι έχεις βρεί ότι έψαχνες - ότι έψαχνε η κόπελλα της ιστορίας.

Μαζί στο υπόγειο στη βιβλιοθήκη μπήκαν σε σακούλες φωτογραφίες, μεμοραμπίλια, ξεραμένα λουλούδια, χαρτοπετσέτες με φιλάκια κραγιόν και θάφτηκαν κάτω από τη μουχλί ταπετσαρία για αρκετά χρόνια, μέχρι που μια μέρα το σαλόνι βρέθηκε στα χέρια Αλβανών μεταφορέων, να γυρίζει πίσω στην Αθήνα, το πρώτο πράγμα που μπήκε στο σπίτι, που ζήτησε η κοπέλλα να μπει στο νοικιάρικο σπίτι στην Αθήνα ήταν το σαλόνι, βέβαια εμπλουτισμένο με nouveau μίνιμαλ μοντέρνα έπιπλα, σε μια προσπάθεια καινούργιας ζωής ή επανασύνδεσης με το σημείο που διακόπηκε άραγε η ιστορία.

Η ζωή κυλάει, τα σαββατόβραδα τώρα έχουν facebook και βαριεστημένα sms, mns, mms και skype και οτιδήποτε μπορεί να δώσει τη ψευδαίσθηση σταθερότητας σα τη μουχλί ταπετσαρία, ότι ο χρόνος δε γλυστράει, ότι έχεις φίλους, ότι το βραδυνό νέας ελληνικής κουζίνας στο Κεραμεικό αξίζει περισσότερο από τους λιόσπορους που μασάγαμε στο Σύνταγμα όταν δεν είχαμε λεφτά και κάναμε διαγωνισμό ποιός θα φτύσει μακρύτερα το τσόλφι του.
Τότε που μιλάγαμε δυνατά, που δεν υπήρχαν κινητά κολημμένα στα αυτιά αλλά ντισκμαν και ντισκομπάλες και έρωτας και αγκαλιές και careless whispers.

Η κοπέλλα με τα μαλλιά βαμμένα πιά χωρίς ζελέ και γκλίτερ με τους ώμους κατεβασμένους χωρίς τον αέρα της βάτας, όπως και τα όνειρα και τις προσδοκίες της, με τη ζώνη σαφώς καθορισμένη γύρω από τη μέση, όπως και τη ζωή της, χωρίς άλλοθι, χωρίς ψευδαισθήσεις ότι ο κόσμος δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτήν αύριο, ξεκινάει ένα άλλο ταξίδι εσωτερικής αναδιακόσμησης, συνάντησης με ότι έχει μείνει κλεισμένο ακόμη στο υπόγειο και πρέπει να βγεί στο φώς.

Το σαλόνι πριν πεταχτεί θα γίνει πάλι φωτεινό, απενοχοποιημένο γαλάζιο, να γλυστράει, να μην έχει σταθερές και δήθεν ασφάλειες, καιρός να πεταχτεί η μουχλί ταπετσαρία και εγώ με το σαλόνι μου παρέα να αρχίσουμε το τελευταίο αλλά και πιο φωτεινό κομμάτι της κοινής μας διαδρομής, εκεί όπου η αποκτημένη πικρή ίσως εμπειρία και η γνώση γίνουν the wind beneath my wings για το τελευταίο και πιο ψηλό πέταγμα του γλάρου.

Στο ραντεβού που χρωστάει η κοπέλλα της ιστορίας με τον εαυτό της, που την περιμένει εκεί σε μια καλοκαιρινή θάλασσα τόσο γαλάζια, σαν τη τσινς ταπετσαρία του σαλονιού, με τις πινέλιες σκούρου μπλε, όπως τα κυματάκια της θάλασσας και τον ήλιο να δημιουργεί αντικατοπτρισμούς όλων, όσοι γέμισαν το σαλόνι και τη ζωή της με όλες τελικά τις υπέροχες εμπειρίες που έκαναν αυτό το σαλόνι τόσο μοναδικό, τόσο αγαπημένο, το δικό της, σαν τη ζωή της κάτω από τη μουχλή ταπετσαρία που περίμενε να ξανασυναντηθούν κάποτε.

Αύριο λέω να βάλω αγγελία εάν κάποιος θέλει μια μουχλί ταπετσάρια σας τη χαρίζω και ζητώ σε αντάλλαγμα κάδρα για τις φωτογραφίες που βγήκαν από τις σακκούλες και αφίσσες των Ντουράν Ντουράν και εάν έχετε και καμμιά βάτα και αυτή δεκτή, το γκλίτερ το βρήκα μόνη μου και τη χρυσόσκονη αυτό το Κυριακάτικο πρωινό που ακροβατεί μεταξύ συννεφιάς και λαμπρού ήλιου αλλά που σίγουρα ξέρω ότι θα το γυρίσει σε λιακάδα.
Αλλωστε έρχεται πάλι καλοκαιράκι........




0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Hot Sonakshi Sinha, Car Price in India